Δύο απόψεις για την Ψυχή Βαθιά

εφημερίδα Αριστερά!
9 Νοεμβρίου 2009 στις 05:18 μ.μ.

Η Ψυχή Βαθιά του Βούλγαρη φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα του “εμφυλίου” (η λέξη δεν μπαίνει τυχαία σε εισαγωγικά), ανοίγοντας την αντιπαράθεση για μια ιστορική περίοδο που δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί. Στις κρίσεις για την ταινία αποτυπώνεται ένας διχασμός – από την πλήρη άρνηση (και τις επιθέσεις στον σκηνοθέτη) μέχρι την επικρότηση της ενασχόλησής της με ένα θέμα απαγορευμένο. Η στήλη φιλοξενεί δύο διαφορετικές κρίσεις για την ταινία, προσπαθώντας να θέσει τις βάσεις επί των οποίων πρέπει να κριθεί. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Επιμέλεια: Μαρία Ξυλούρη


Την Κυριακή 8/11/09, στις 19:00, στα γραφεία της εφημερίδας “Αριστερά!”, πλατεία Γκύζη, Ησαΐα Σαλώνων 6, θα πραγματοποιηθεί ανοιχτή συζήτηση σχετικά με την ταινία του Π. Βούλγαρη, “Ψυχή Βαθιά”.

(τηλέφωνο επικοινωνίας 210-6441745)

Πόσο βαθιά θα μπει το μαχαίρι στην ψυχή; του Χρίστου Γιοβανόπουλου

Η Ψυχή Βαθιά του Βούλγαρη ανήκει σ’ έναν κύκλο πρόσφατων ταινιών που ασχολούνται με ανοιχτές ακόμα πληγές του 20ού αιώνα (κυρίως ενδοεθνική βία και συγκρούσεις). Κοινό χαρακτηριστικό, η επαναδιαπραγμάτευση ιστορικών στιγμών που διαμόρφωσαν τη συλλογική μνήμη μέσα από σχήματα που μοιάζουν πλέον αδόκιμα. Η ανάγκη υπέρβασής τους, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι νέες αναγνώσεις είναι απελευθερωμένες από τον κυρίαρχο λόγο των “νικητών”. Συνήθως η αναθεωρητική ματιά αποτυπώνει σημερινούς ιδεολογικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς παρά το παρελθόν πάνω στο οποίο προβάλλεται. Ωστόσο, η αντιμετώπιση της ταινίας σαν παραγραφή της ιστορικής αλήθειας δεν βοηθάει, κι επαναλαμβάνει το ατόπημα του Βούλγαρη να μεταθέτει το σήμερα στο χθες, ξεχνώντας τι έχει μεσολαβήσει. Η ταινία δεν μπορεί να κριθεί με βάση την πιστότητα αναπαράστασης της “ιστορικής αλήθειας”, κι εδώ η ρεαλιστική γραφή της μπερδεύει, ενισχύοντας αυτή την τάση. Οι σκηνές μαχών ή του νοσοκομείου του εθνικού στρατού, που τείνουν στην παρωδία ακριβώς λόγω του υπερρεαλισμού τους, υπογραμμίζουν και από αισθητικής πλευράς το πρόβλημα: το ότι δηλαδή ο Βούλγαρης καταφεύγει στον ρεαλισμό για να προσδώσει ιστορική εγκυρότητα στην άποψή του – ενώ στην πραγματικότητα φανερώνει την αδυναμία αναγνώρισης της ιστορίας. Πράγμα που ισχύει και για όποιες προσεγγίσεις μένουν σ’ αυτό το επίπεδο.

Ένα αντιπαράδειγμα είναι η χρήση του φανταστικού στοιχείου από τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο στον Λαβύρινθο του Πάνα, ταινία για την ισπανική επανάσταση, όπως και η μεταμοντέρνα αποδόμηση της κυρίαρχης δυτικής αφήγησης για τον Β’ Παγκόσμιο στο Άδωξοι Μπάσταρδη του Ταραντίνο. Ξεφεύγοντας απ’ τον ρεαλισμό, οι ταινίες αυτές ακυρώνουν μία στείρα διλημματική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο, παγωμένα στον χρόνο πλέον, στρατόπεδα. Αντίθεση που αν ίσχυε την εποχή της σύγκρουσης, αδυνατεί να αναγνωριστεί από τη σκοπιά των σημερινών κοινωνικών ανταγωνισμών και υποκειμένων.

Το κρίσιμο στοιχείο είναι η επισήμανση ενός τρίτου υποκειμένου που διεμβολίζει και τα δύο στρατόπεδα σε μία προσπάθεια κριτικής υπέρβασής τους. Αυτή η τακτική καθορίζει την γωνία της αφήγησης, όπως και το πεδίο συγκρότησης της ιδεολογίας της ταινίας. Ο Βούλγαρης επιλέγει δύο ανήλικα αδέλφια που τυχαία στρατολογήθηκαν, ο ένας από τον ΔΣΕ και ο άλλος από τον εθνικό στρατό, για ν’ αναπαραστήσει το υποτελές υποκείμενο λαός, που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την πολιτική έκφραση των καταπιεζόμενων τάξεων. Η επιλογή του δεν είναι πρωτόγνωρη: έχει προηγηθεί, π.χ., το Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι του Κεν Λόουτς για την ενδοϊρλανδική διαμάχη.

Ο Βούλγαρης κρίνεται στην προσπάθειά του να οπτικοποιήσει την μεταφορά του έθνους σαν οικογένεια όπου κάθε ενδοεθνική σύγκρουση είναι αδελφοκτόνος πόλεμος – παγίδα που ο Λόουτς απέφυγε θέτοντας τα δύο αδέλφια μπρος στα πολιτικά διλήμματα της σύγκρουσής τους, καθιστώντας τα συνειδητά υποκείμενα, κυρίαρχα των επιλογών τους. Αντίθετα, τα αδέλφια στην Ψυχή Βαθιά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα: οι πράξεις τους είναι αποκομμένες απ’ την ιστορική συγκυρία. Εμφανίζονται σαν πρόσωπα αρχαίας τραγωδίας, με την τύχη τους να ορίζεται πλήρως από κάποια ανώτερη δύναμη (θεός, μοίρα, εξουσία)? οι πράξεις τους δεν επηρεάζουν την τελική έκβαση των πραγμάτων, παρά αναπαριστούν “την τραγική μοίρα του ελληνικού λαού να πληρώνει πάντα αμαρτίες αλλωνών”. Εξαρχής οδεύουν προς ένα προαποφασισμένο τέλος αντί να διαμορφώνονται οργανικά απ’ τις συγκρούσεις τους, διαμορφώνοντας και τις εξελίξεις γύρω τους. Δεν έχουν δική τους ζωή, κι έτσι η “αρχαία τραγωδία” γίνεται μελόδραμα και οι ήρωές της θύματα. Παραδόξως, ο Βούλγαρης –που ωστόσο είναι με το μέρος των ανταρτών– εδώ μένει πιστός σε μια ηττοπαθή αριστερή αγιογραφία, κοινό τόπο των “υπερασπιστών” του αντάρτικου: στη θυματοποίηση των ηρώων, των “καλών που θα δικαιώσει η ιστορία”. (Εξάλλου, η ταινία είναι γνήσιο παιδί της ίδιας Αριστεράς που τώρα έχει στραφεί εναντίον του σκηνοθέτη.)

Δεν παρουσιάζεται όμως μόνο ο λαός σαν υποτελές υποκείμενο, αλλά και η Ελλάδα εξίσου υποτελής απέναντι στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο εθνικός στρατός και ο ΔΣΕ απεικονίζονται σαν η ενσάρκωση σε εθνικό επίπεδο της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-ΕΣΣΔ που υπαγόρευε τις πράξεις τους – σαν να μην υπήρχαν αντιθέσεις μέσα στο έθνος που ενώνει σαν υπεριστορική μοίρα τους πάντες. Η ηγεσία του εθνικού στρατού παρουσιάζεται να εκτελεί σαν (απρόθυμη μάλλον) μαριονέτα τις αμερικάνικες εντολές. Έτσι, εμφανίζεται κι αυτός σαν θύμα της εθνικής καταπίεσης αντί υλοποιητής της, και σαν εκ των πραγμάτων ανίκανος να αντιδράσει, κηρύσσεται άμοιρος ευθυνών. Είναι ενδιαφέρον εδώ το πώς ο ραγιαδισμός του εθνικισμού εικονοποιείται άκρως “ρεαλιστικά” σαν η ενσάρκωση της ρητορικής της εξάρτησης στους Αμερικανούς, αδειάζοντάς τον από όποια δύναμη αυτενέργειας και πνεύμα ανεξαρτησίας.

Έτσι, παρακάμπτεται ξανά το ζήτημα της πολιτικής βούλησης και καθαγιάζονται όλοι στην κολυμπήθρα της εθνικής τραγωδίας του πολέμου κάποιων άλλων. Η ιστορία για την ταινία υπάρχει μόνο σαν τραγωδία, σαν προδιαγεγραμμένη υλοποίηση συμφωνιών των δύο μεγάλων. Αν σε κάτι είναι συνεπής ο Βούλγαρης, είναι στην αντίληψή του πως την ιστορία την γράφουν οι δυνατοί. Πως οι λαοί είναι πάντα τραγικά ανίκανοι να αποφύγουν την ιστορική τους μοίρα.

Χρίστος Γιοβανόπουλος

Ναι, στην Ελλάδα έγινε εμφύλιος! του Γιώργου Κατερίνη

Μια ταινία για τον ελληνικό εμφύλιο από μόνη της είναι είδηση. Είδηση, γιατί στις μέρες μας είναι μάλλον ένα άγνωστο ιστορικό γεγονός για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού – και όχι μόνο για τους νέους.

Δεν γνωρίζω τις απόψεις του Παντελή Βούλγαρη για τον ελληνικό εμφύλιο, ούτε θα τον κρίνω ως ιστορικό. Είδα την ταινία, θυμήθηκα ιστορικά γεγονότα ξεχασμένα, συγκινήθηκα με την αδελφοκτόνα ιστορία του Βούλγαρη. Ναι, στην Ελλάδα έγινε εμφύλιος πόλεμος! Ναι, στην Ελλάδα οι κομμουνιστές και πολλοί άλλοι αγωνιστές της αντίστασης, οδηγήθηκαν ξανά στο βουνό με τα όπλα στο χέρι, λίγο καιρό αφότου αποχώρησαν οι Γερμανοί κατακτητές! Ναι, στην Ελλάδα οι Αμερικάνοι δεν ήρθαν ως ελευθερωτές, αλλά για να καθυποτάξουν τους πραγματικούς ελευθερωτές! Ναι, στην Ελλάδα ο ελληνικός στρατός έπαιρνε διαταγές από τότε από Αμερικάνο στρατηγό!

Ποιος για παράδειγμα γνωρίζει ότι στα ελληνικά βουνά δοκίμασαν τις βόμβες ναπάλμ οι Αμερικάνοι, χρόνια πριν κατακάψουν μ’ αυτές του Βιετναμέζους αντάρτες; Πόσοι ξέρουν ότι σε αντίθεση με όλους τους “κανόνες” ενός πολέμου, οι συλληφθέντες αντάρτες δικάζονταν και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες; Πόσοι γνωρίζουν ότι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν απλοί άνθρωποι, κυνηγημένοι από το καθεστώς που επιβλήθηκε μετά την αποχώρηση των Γερμανών; Πόσοι, αλήθεια, γνωρίζουν ότι ολόκληρα χωριά εκκενώθηκαν βίαια, για να διευκολυνθεί ο στρατός στις επιχειρήσεις του κατά των μαχητών του ΔΣΕ;

Σίγουρα, οι άνθρωποι που έχουν ζήσει τα γεγονότα, έχουν να προσάψουν πολλά στο σκηνοθέτη: Δεν αποδίδεται ο ιδεολογικός και πολιτικός χαρακτήρας του πολέμου αυτού, δεν αποκαλύπτονται οι πραγματικές ευθύνες της άρχουσας τάξης της χώρας μας και των ιδεολογικών και πολιτικών της εκφραστών, δεν αποδίδεται η διαφορά στο φρόνημα των δυο στρατών, ο σκηνοθέτης επικεντρώνει περισσότερο σε μια ανθρώπινη ιστορία φτάνοντας σε υπερβολές που δεν αποδίδουν τη σκληρότητα της εποχής και πολλά άλλα.

Μήπως όμως είναι υπερβολικό να ρίχνουμε το ανάθεμα σε μια ταινία που τόλμησε, έστω κι έτσι, να μιλήσει για ένα βαθιά και έντεχνα ξεχασμένο ιστορικό θέμα; Μήπως, ως Αριστερά, αποδίδουμε όλες τις ιστορικές πολιτικές ευθύνες που μας αναλογούν σε έναν επαγγελματία της κάμερας;

Και για να μιλήσω σαφέστερα: Δεν είναι υποκριτικό να καταγγέλλει η επίσημη Αριστερά την ταινία, ότι είναι φτιαγμένη μέσα σε ένα κλίμα έντονα συμφιλιωτικού κλίματος, είκοσι χρόνια μετά το επίσημο συγχωροχάρτι που έδωσε στη Δεξιά συμπράττοντας στη συγκυβέρνηση Τζανετάκη; Πότε αναδείχτηκε ο αγώνας του ΔΣΕ από τις ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς; Πότε αναλύθηκε ιστορικά και πολιτικά αυτός ο αγώνας, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες διεξήχθη; Δεν είναι υποκριτικό να μιλά το ΚΚΕ για αλλοίωση της ιστορικής μνήμης, όταν το ίδιο κρατά στο ψυγείο την ταραγμένη ιστορία των αγωνιστών του ΔΣΕ στην Τασκένδη και αλλού;

Δείτε την ταινία και αναζητήστε τα ιστορικά στοιχεία! Δεν είναι μια ταινία απόδοσης ιστορικής μνήμης, αλλά δεν είναι και παραγωγή τύπου… Τζέιμς Πάρις (για όσους θυμούνται τις αλήστου μνήμης ιστορικές ταινίες της χούντας).

Γιώργος Κατερίνης